- αστραγάλισις
- ἀστραγάλισις, η (Α) [αστραγαλίζω]το να παίζει κανείς με αστραγάλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστραγάλισις — playing with fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλίσεις — ἀστραγάλισις playing with fem nom/voc pl (attic epic) ἀστραγάλισις playing with fem nom/acc pl (attic) ἀστραγαλίζω play with aor subj act 2nd sg (epic) ἀστραγαλίζω play with fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)